- καθηλωμένος
- καθηλόωnail onperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσταυρωμένος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο σταυρωμένος Ιησούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγιογραφία και στη ζωγραφική, για να προσδιορίσει φορητές εικόνες, πίνακες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που εικονίζουν τον Ιησού στον σταυρό. Ο Ε. ήταν προσφιλές… … Dictionary of Greek
καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
καθηλώνομαι — καθηλώνομαι, καθηλώθηκα, καθηλωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθηλώνω — καθήλωσα, καθηλώθηκα, καθηλωμένος, αναγκάζω κάποιον να σταματήσει και να μείνει ακίνητος: Με πυκνές ριπές καθηλώσαμε τον εχθρό πάνω στο λόφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)